καχεκτικός, -ή — ό ασθενικός: Πάντα ήταν καχεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καχεκτικῶν — καχεκτικός fem gen pl καχεκτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικόν — καχεκτικός masc acc sg καχεκτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικαί — καχεκτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοῖς — καχεκτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοί — καχεκτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικοῦ — καχεκτικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικούς — καχεκτικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχεκτικήν — καχεκτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek