καχεκτικός

καχεκτικός
ή, -ό (ΑΜ καχεκτικός, -ή, -όν) [καχέκτης]
αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός
νεοελλ.
μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος
β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που δεν ευδοκιμεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καχεκτικός, -ή — ό ασθενικός: Πάντα ήταν καχεκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καχεκτικῶν — καχεκτικός fem gen pl καχεκτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικόν — καχεκτικός masc acc sg καχεκτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικαί — καχεκτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοῖς — καχεκτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοί — καχεκτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικοῦ — καχεκτικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικούς — καχεκτικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχεκτικήν — καχεκτικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”